Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ, Μάρτιος 2012 (σελίδες 278)
 
"Θεωρώ ότι η κάθε κοινωνία επιβάλλει την τεχνική μπονσάι σε όλα τα μέλη της -άντρες, γυναίκες, παιδιά- προκειμένου να ενσωματωθούν σε αυτή. Το κλάδεμα, το λύγισμα και ο περιορισμός των ριζών μπορεί να διαφέρει από κοινωνία σε κοινωνία, αλλά και στην ίδια κοινωνία πολλές φορές επιβάλλεται με διαφορετικό τρόπο ανάμεσα στις κάστες, τα φύλα και τις φυλές. Άλλα μέλη της κοινωνίας αποδέχονται την τεχνική μπονσάι παθητικά, άλλα την αντιμάχονται εντός της «γλάστρας», άλλα την αρνούνται με μια απέλπιδα «έξοδο» και άλλα απλά μαραζώνουν μέσα σε αυτή. Οπωσδήποτε μια λανθασμένη πρακτική της τεχνικής μπονσάι έχει επιπτώσεις στο άτομο, επιπτώσεις που μπορεί να είναι είτε αισθητικές είτε θανατηφόρες. Το ερώτημα που αφήνω ηθελημένα να αιωρείται στο βιβλίο μου είναι κατά πόσο μια κοινωνία θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την επιβολή της τεχνικής μπονσάι και πόσο ή πώς ένα άτομο μπορεί να επιβιώσει καλύτερα μέσα σε αυτή τη «γλάστρα»".
Βούλα Μάστορη

 
Λίγα λόγια για την υπόθεση
Μία Ελληνίδα ταξιδεύει στην Ιαπωνία για να δει την κόρη της, η οποία ζει εκεί με έναν Ιάπωνα. Δυο γυναίκες με εντελώς διαφορετικές απόψεις και θέσεις: η μητέρα φεμινίστρια, αντισυμβατική κι εναντίον του γάμου, αρνείται ν’ αποκαλύψει τον πατέρα στην κόρη για να την έχει όλη δική της – η κόρη ανέκαθεν αντίθετη με τις επιλογές της μητέρας, δεν τη συγχωρεί που της έχει στερήσει τον πατέρα και ετοιμάζεται να παντρευτεί τον Ιάπωνά της και να κάνει οικογένεια σύμφωνα, μάλιστα, με τις παλιές γιαπονέζικες παραδόσεις. Πάνω κι από τις δυο γυναίκες πλανάται ένας αόρατος προστάτης-τιμωρός που θανατώνει όποιον αρσενικό τις παρενοχλεί σεξουαλικά.

Ένας άντρας που μένει μέχρι το τέλος κρυφός εραστής, μια γιαγιά προδομένη από την κόρη της και τον πλατωνικό της έρωτα, ένας παπούς που δεν αγαπήθηκε από τη γυναίκα που λάτρεψε, μια παιδική φιλενάδα που έρχεται από το παρελθόν με εικόνες που στοιχειώνουν.
..

Πρώτη παρουσίαση του βιβλίου (8.3.2012) στο βιβλιοπωλείο ΠΑΤΑΚΗΣ (από αριστερά: Ελένη Καλογερίνη, Βούλα Μάστορη, Πόλυ Χατζημανωλάκη).

Μια άποψη των καλεσμένων και σε πρώτο πλάνο ένα δεντράκι μπονσάι.


Ένα βίντεο για τη "Γυναίκα μπονσάι"




 
http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=472812

13 Ιουλίου 2012 
Ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα φέτος ♥ Ρεαλιστική, χωρίς να αναλώνεται σε ανούσιες λεπτομέρειες, ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Ιαπωνία, η κυρία Μάστορη η αγαπημένη μου συγγραφέας στα 11 μου, διατηρεί την πρωτιά της και στα 24 μου !!


Ένα βιβλίο μπονσάι…ένα βιβλίο διαβαστερό – διαβάζεται απνευστί – με όλες τις χάρες ενός απολαυστικού αναγνώσματος, με πλήθος θεμάτων που με σοφία κλαδεμένων και δεμένων σαν μια ανθοδέσμη, με μια ανάπτυξη μπονσάι, που αξιοποιεί στο έπακρον τη μυθοπλασία και καταφέρνει στις σελίδες του να χωρέσει μεγάλα χρονικά διαστήματα αλλά και αποστάσεις και πολιτιστικές διαφορές, να περιλάβει τον εξωτισμό της Ιαπωνίας και την πραγματικότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, την ματαίωση, την προδοσία, την αγάπη, την στοργή, τον υποσιτισμένο – μπονσάι ανεκπλήρωτο έρωτα του Σπύρου και της Θεανώς….και την ταλάντευση της Κατερίνας ανάμεσα στην στενή φιλία της εφηβείας και τον ομοερωτισμό, ώσπου να βρει τον εαυτό της.
Ένα βιβλίο έξοχο που του αξίζει να διαβαστεί και να αγαπηθεί!!


Απόσπασμα από το βιβλίο (σελ.195-200):

Το επόμενο Σάββατο το πρωί τα ίδια άτομα ξεκινούσαν πάλι από το Τσικούγκο αλλά αυτή τη φορά για την Όιτα, μια πόλη με θερμές πηγές, όπου και θα έμεναν για μια νύχτα σε ένα ριόκαν* (*=παραδοσιακό γιαπονέζικο ξενοδοχείο). Η επιλογή ξενοδοχείου αυτού του τύπου έγινε ειδικά για την Κατερίνα, αλλά αυτή καθαυτή η εκδρομή ήταν δώρο του Χίρο προς όλους τους για να γιορτάσουν τα γενέθλια της Νανώς. Είχε νοικιάσει για την περίπτωση ένα οκταθέσιο όχημα, ώστε να ταξιδέψουν όλοι μαζί. Δίπλα του κάθισε ο πατέρας του και στις υπόλοιπες θέσεις ανά δύο οι γυναίκες –η Κατερίνα με τη Νανώ ακριβώς από πίσω– και στο τελευταίο κάθισμα τα τρία κορίτσια μαζί. Αυτή η κατάταξη παρείχε μια έστω και χαλαρή ιδιωτικότητα, η οποία επέτρεπε στους συνταξιδιώτες να κάνουν πλέον τη δική τους συζήτηση στη μητρική τους γλώσσα, παρακάμπτοντας την ευγενική σιωπή που επέβαλαν οι κανόνες καλής συμπεριφοράς. Ο ήχος της συνομιλίας δεν ξεπερνούσε τα χωροταξικά «σύνορα» της κάθε σειράς καθισμάτων. ακόμη και τα μικρά κορίτσια υπακούοντας στο σιωπηλό ταξιδιωτικό πρωτόκολλο ήταν το ίδιο αθόρυβα – ακόμη και στις παιδικές αψιμαχίες τους. Κάπου και πού η μητέρα του Χίρο περνούσε τα αόρατα διαχωριστικά προσφέροντας σιωπηλή στους συνεπιβάτες της κάποιο φρούτο ή τσίχλα ή μπισκότο ή κουλούρι ή αναψυκτικό ή νερό... όλα βγαλμένα κάθε φορά από μία μεγάλη ταξιδιωτική τσάντα, που φάνταζε στα μάτια των τριών μικρών κοριτσιών στο τελευταίο κάθισμα σαν το κέρας της Αμάλθειας.

Ο Χίρο οδηγούσε προσεκτικά και συγκρατημένα παρέχοντας στη φιλοξενούμενη τη δυνατότητα να απολαμβάνει τη διαδρομή, η οποία περιελάμβανε ενίοτε και κατοικημένες περιοχές. Ο δρόμος ήταν άνετος και το περιβάλλον πάντα καθαρό και περιποιημένο. Δέντρα, γη, βράχοι και ουρανός ήταν στις αποχρώσεις του γκρι, και ανάμεσά τους τα σπίτια με δυσκολία τα ξεχώριζες, λες και βούλιαζαν επίτηδες μέσα στο μουντό γκρίζο τοπίο από κάποια ενοχή για την ίδια την ύπαρξή τους.
  —Την άνοιξη η εξοχή είναι πανέμορφη, μάνα. Όλα πρασινίζουν και γεμίζουν λουλούδια. Οι κερασιές ανθίζουν και νομίζεις πως βρίσκεσαι σε μια παραμυθένια χώρα του ροζ... Μην κοιτάς που είναι τώρα όλα τους μουντά... Άνοιξη να ’ρθεις την επόμενη φορά.
  —Είναι μεγάλο ταξίδι για μένα... Το ξέρεις. Άλλωστε, το σπίτι στην Ελλάδα σε περιμένει. Η νόνα το άφησε σε σένα, για να μείνεις εκεί και να κάνεις οικογένεια...
  —Μάνα, δεν έρχομαι να μείνω στην Ελλάδα.
  —Μα γιατί; Είναι πιο καλά εδώ στην Ιαπωνία; Μακριά από όλους μας...
  —Μακριά μόνο από σένα. Δεν έχω κανέναν άλλον εκεί στην Ελλάδα. Και φταις εσύ γι’ αυτό! συμπλήρωσε ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής της.
  —Μα τι λες τώρα;
  —Ποτέ μου δεν έκανα φίλες, γιατί με τις φίλες μοιράζεσαι μυστικά κι εμένα το δικό μου μυστικό ήταν από αυτά που ένα παιδί δε μοιράζεται με κανέναν. Καλύτερα να ήμουν ορφανή από πατέρα παρά «αγνώστου πατρός». Ποτέ δεν κατάλαβες, μάνα, τη δικιά μου θέση. Εσύ και οι φεμινιστικές σου ιδέες! Πάνω απ’ όλα εσύ κι αυτές, πάνω κι από το ίδιο σου το παιδί!
  —Χαμήλωσε, σε παρακαλώ, τον τόνο της φωνής σου...
  —Και διατυμπάνιζες πως μ’ έκανες χωρίς να παντρευτείς! Και καμάρωνες πώς εσύ δεν έχεις ανάγκη κανέναν πατέρα για το παιδί σου!
  —Σε ακούνε!
  —Δε ρώτησες όμως ποτέ αν αυτό το παιδί σου είχε ανάγκη αυτό τον πατέρα! Σκέφτηκες πως ντρεπόταν που δεν είχε πατέρα! Και ότι δεν έκανε φιλίες, μήπως ανακαλύψουν πως είναι μούλικο!
  —Δεν υπάρχει φιλία. Ούτε εγώ είχα φίλες...
  —Κι επειδή εσύ δεν είχες φίλες, έπρεπε κι εγώ να μην έχω; Ωραία είσαι!
  —Μη φωνάζεις! Θα καταλάβουν ότι μαλώνουμε...
  —Δε με νοιάζει! Ας καταλάβουν ό,τι θέλουν! Εσύ θέλω να καταλάβεις ότι φταις για ό,τι είμαι!
  —Μια χαρά κοπέλα είσαι...

Στα υπόλοιπα καθίσματα οι κουβέντες είχαν παγώσει. Οι λέξεις των δύο Ελληνίδων ηχούσαν μεν ξένες σε νόημα αλλά το συναισθηματικό φορτίο τους υπερπηδούσε το γλωσσικό όριο. Ακόμη και τα μικρά κορίτσια παρακολουθούσαν με προσοχή αυτό το λεκτικό πιγκ πονγκ, το οποίο συνοδευόταν με εικόνα, όσο κι αν η πλάτη του διθέσιου καθίσματος και τα προσκεφάλια του έκρυβαν αρκετά τις δυο αλλοδαπές. Η κοτσίδα τής μιας πηγαινοερχόταν νευρικά ακολουθώντας σπασμωδικά την κίνηση του κεφαλιού, ενώ οι αφέλειες της άλλης απογειώνονταν και προσγειώνονταν απότομα και βαριά στο μέτωπο σε ένα χορευτικό, λες, συγχρονισμό με τις άκρες των υπόλοιπων μαλλιών της, που γλιστρούσαν στις παρυφές πότε των ώμων της και πότε των παρειών της.
—Τουλάχιστον ας είχες κρατήσει την υπόσχεσή σου. «Θα σου πω, όταν τελειώσεις τις σπουδές σου στην Αγγλία» είπες. Τις τέλειωσα, αλλά εσύ ούτε κουβέντα για το φόνο. Ευτυχώς που βρέθηκε ο Πίπης και μου έδωσε τελικά έναν πατέρα. Τα παιδιά, μάνα, θέλουν και μάνα και πατέρα. Εγώ τουλάχιστον έτσι ήθελα. Και έναν πατέρα. Έστω κι αόρατο. Πρέπει να καταλάβεις ότι δεν μπορώ να μεγαλώσω, αν δε σε συγχωρήσω. Και δεν μπορώ να σε συγχωρήσω, αν δε μάθω για τον πατέρα μου. Αν δεν τηρήσεις την υπόσχεση που μου έδωσες και που μου την πήρες πίσω με το έτσι θέλω...
—Μην ξεχνάς πως κι εσύ μου έδωσες υπόσχεση πως δε θα με ξαναρωτούσες για τον πατέρα σου, αν δεχόμουν να σε υιοθετήσει ο Πίπης...
  Το απόβραδο είχαν φτάσει στην Όιτα. Το ριόκαν ήταν μέσα σε μια τεράστια έκταση με κήπους, βραχόκηπους, πέτρινα μονοπάτια, σφεντάμια και μάτσου* (*γιαπονέζικα πεύκα) με περίτεχνο κλάδεμα που τα έκανε να μοιάζουν με γιγάντια μπονσάι, γυμνές κερασιές και δαμασκηνιές με καλλιγραφικά κλαδιά, κιόσκια, τρεχούμενα νερά με μικρούς καταρράχτες, λιμνούλες… και ανάμεσα σε όλα αυτά ήταν διάσπαρτα παραδοσιακά ανεξάρτητα άνετα οικήματα, τα οποία διέθεταν επιπλέον ιδιωτική ημι-υπαίθρια ιαματική φυσική λιμνούλα μέσα σε βραχόκηπο-μινιατούρα – μια προϊδέαση των κύριων εγκαταστάσεων λουτροθεραπείας του συγκροτήματος ριόκαν.

Όταν τους οδήγησαν στο δικό τους κατάλυμα, η Κατερίνα διαπίστωσε έκπληκτη ότι στο εσωτερικό του μόνο το χολ, η τουαλέτα και το λουτρό διέθεταν κανονικές πόρτες. Ο υπόλοιπος χώρος ήταν ενιαίος και τα δυο τρία λεπτά συρόμενα παραβάν εδώ κι εκεί ήταν περισσότερο διακοσμητικά παρά διαχωριστικά, προσδίδοντας μια επίπλαστη ιδιωτικότητα στα σημεία όπου είχαν τοποθετηθεί – μπροστά στην εσωτερική βεράντα, στο μπουντουάρ των κυριών, στο βεστιάριο και στα δυο μοναδικά κρεβάτια.
  —Θα κοιμηθούμε όλοι μαζί εδώ; ψιθύρισε ελληνικά στη Νανώ, ενώ περιέφερε το βλέμμα της ένα γύρο.
  —Έτσι γίνεται εδώ με τις οικογένειες, μάνα...
  —Μα δεν είμαστε οικογένεια...
  —Θα γίνουμε όμως...
  —Θες να πεις ότι θα τον παντρευτείς κιόλας;
—Ναι, και μη μ’ αρχίσεις τώρα με τα φεμινιστικά σου… Για μένα ο γάμος δεν ήταν ποτέ ξεπερασμένος θεσμός όπως τον έλεγες. Δεν έχουμε ορίσει ημερομηνία, αλλά έχουμε αποφασίσει να παντρευτούμε. Θα το ανακοινώσουμε επίσημα στο δείπνο απόψε…

 ...........................................................